Σε νέα έξοδο στις αγορές προχωρά σήμερα -εκτός απρόοπτου- η Ελλάδα, μεσώ της επανέκδοσης του 7ετούς ομολόγου του Απριλίου του 2020.
Με αυτό τον τρόπο το Ελληνικό Δημόσιο θέλει να αξιοποιήσει τη θετική δύναμη από την αναβάθμιση της Standard & Poor' s, την περασμένη Παρασκευή αλλά και από την DBRS που προηγήθηκε, καθώς και από την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, σύμφωνα με την Καθημερινή.
Από την έκδοση η Ελλάδα σκοπεύει να αντλήσει ποσό μεταξύ 1 και 2 δισ. ευρώ.
H αρχική έκδοση του συγκεκριμένου τίτλου είχε γίνει τον Απρίλιο του 2020 και η χώρα άντλησε 2 δισ. ευρώ με κόστος 2%. Η τρέχουσα απόδοση του 7ετούς βρίσκεται στο επίπεδο του 2,4% (σ.σ.: χθες καταγράφηκε ανοδική τάση μετά και τη δημοσίευση της είδησης για την επανέκδοση), οπότε εκτιμάται ότι το τελικό κόστος δανεισμού θα κινηθεί στην περιοχή του 2,5%.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα ρευστότητας σε αυτή τη φάση, δεν θα επιλεγεί η λύση να πουληθεί μεγάλο μέρος της έκδοσης σε hedge funds μόνο και μόνο για να αντληθούν περισσότερα κεφάλαια.
Για την επανακυκλοφορία του 7ετούς ομολόγου, η Ελλάδα έδωσε mandate σε έξι επενδυτικές τράπεζες. Συνδιαχειριστές της έκδοσης θα είναι οι BNP Paribas, BofA Securities, Citi, Deutsche Bank, Goldman Sachs και JP Morgan.
Οι προσδοκίες το πρωί της Τρίτης, αλλά και η ανακοίνωση στη συνέχεια για τη νέα έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, άσκησαν πιέσεις στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, με το 10ετές να ξεπερνάει χθες το 3% για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 και λίγο πριν η ΕΚΤ ανακοινώσει την ενεργοποίηση του εκτάκτου προγράμματος PEPP. Σημαντική ήταν και η άνοδος των αποδόσεων σε όλη την ελληνική καμπύλη, με το 5ετές (λήξης Φεβρουαρίου 2026) να κινείται στο 2,1%, 10% υψηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα της Δευτέρας.
Η επιλογή του reopening ενός υφιστάμενου τίτλου, αντί της έκδοσης ενός νέου ομολόγου, θεωρείται πιο ασφαλής δεδομένων των συνθηκών της αγοράς και της σημαντικής αύξησης που έχουν σημειώσει οι αποδόσεις, όχι μόνο των ελληνικών τίτλων αλλά και όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης, με το τέλος του φθηνού δανεισμού να έχει άλλωστε «μπει» εδώ και κάποιο διάστημα μετά και τη στροφή της ΕΚΤ προς την ομαλοποίηση της πολιτικής της. Σε τέτοιες συνθήκες είναι πιο «εύκολο» να αυξηθεί απλά το μέγεθος μιας υφιστάμενης έκδοσης αντί να αντληθούν 2,5 με 3 δισ. ευρώ που είναι «απαραίτητα» σε περίπτωση έκδοσης ενός νέου ομολόγου. Επιπλέον, το 5ετές ομόλογο της Ελλάδας που ουσιαστικά προκύπτει, με επιτόκιο στο 2,5% για παράδειγμα, είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, τη στιγμή που το ιταλικό 5ετές έχει απόδοση 1,7%.
Πηγή κειμένου και φωτογραφίας:skai.gr