Μικρά, μεγάλα, δημοφιλή και λιγότερο γνωστά κατοικημένα ελληνικά νησιά, ο Γιώργος Πολύζος τα έχει επισκεφθεί όλα. Όλα εκτός από δύο, στα οποία θα πάει με την πρώτη ευκαιρία.
Ταξιδεύοντας σε όλη του τη ζωή στα ελληνικά νησιά, έχει γεμίσει το σαλόνι του με άπειρες φωτογραφίες -όλες τους αναλογικές, με άλμπουμ ταξινομημένα ανά προορισμό, με καρτ ποστάλ, μαγνητάκια, ποτηράκια που γράφουν το όνομα του κάθε νησιού και ιδιαίτερα αντικείμενα – σουβενίρ, για να του θυμίζουν το κάθε ταξίδι του.
«Απομένει η Τέλενδος, που βρίσκεται δίπλα στην Κάλυμνο και η Ψέριμος πάνω από την Κω για να ολοκληρώσω αυτόν τον κύκλο και να πετύχω το στόχο που έθεσα πολλά χρόνια πριν: Να επισκεφθώ όλα τα κατοικημένα νησιά της Ελλάδας, που είναι περίπου εκατό», δηλώνει ο κ. Πολύζος στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ταξιδεύοντας στα ελληνικά νησιά, στόχος του είναι να τα γνωρίσει μέσα από περιηγήσεις στις απόκρυφες γωνιές τους, μέσα από επισκέψεις σε μουσεία, εκκλησίες ή μονές, μέσα από την τοπική τους κουζίνα και τις ιδιαίτερες γεύσεις και κυρίως μέσα από τους ανθρώπους τους. «Όταν πάω κάπου, δεν κάνω απλώς ένα μπάνιο σε μια όμορφη παραλία. Αυτό που μ’ αρέσει κι αυτό που με συγκινεί, είναι να έρθω σε επαφή με τους ντόπιους. Επιπλέον, σε κάθε μου ταξίδι επιδιώκω να εξερευνώ τον προορισμό μου και ευτυχώς που, τόσο σε μένα όσο και στη σύζυγό μου, αρέσει πολύ το περπάτημα», λέει.
Αφετηρία η Θάσος
Ο συνταξιούχος σήμερα Γιώργος Πολύζος, πρώτη φορά πήγε σε νησί σε μικρή ηλικία, με τους γονείς του, στη Θάσο, ενώ το επόμενο οικογενειακό ταξίδι ήταν σε ένα ενδολήμνιο νησί, το νησάκι της Παμβώτιδας στα Ιωάννινα. «Μεγαλώνοντας, ως μαθητής και φοιτητής, οι πρώτες επιθυμίες ήταν να πάω με την παρέα μου σ’ εκείνα που προσέλκυαν κόσμο, όπως στη Ρόδο, τη Μύκονο, τη Σκιάθο, τη μαγευτική Σαντορίνη. Στην πορεία όμως χόρτασα από αυτά και άρχισαν να προγραμματίζω ταξίδια, πέρα από τους προορισμούς που επιλέγει όλος ο κόσμος και σε μικρότερα νησιά», αναφέρει.
Το αγαπημένο του χόμπι, τα ταξίδια, απαιτούσε πολύ χρόνο, κάτι που του έλειπε στη διάρκεια του εργασιακού του βίου, δεδομένου ότι σε όλες τις ιδιωτικές εταιρείες που εργάστηκε, είχε διευθυντικές θέσεις, καθώς είναι απόφοιτος του οικονομικού τμήματος της νομικής σχολής στη Θεσσαλονίκη και έκανε δύο μεταπτυχιακά στον Καναδά στα οικονομικά και στη διοίκηση επιχειρήσεων. «Το 2012 που βγήκα στη σύνταξη, αποφάσισα να βάλω σε προτεραιότητα τα χόμπι μου κι έτσι άρχισα να ταξιδεύω περισσότερο», επισημαίνει ο 70χρονος.
Πατέρας δύο παιδιών και παππούς δύο εγγονιών, ο Γιώργος Πολύζος παντρεύτηκε στα 27 του, την Άσπα. Στα περισσότερα νησιά έχουν πάει μαζί, ενώ σε όσα ταξίδια η σύζυγός του δεν ακολουθεί, τα κάνει μόνος του. Έχουν μόλις πριν από λίγες μέρες επιστρέψει από τη Σάμο, σε ένα ταξίδι που διήρκησε τρεις εβδομάδες.
«Επρόκειτο για μια περιήγηση σε εννέα νησιά. Εκτός από τη Σάμο, πήγαμε στην Ικαρία και την Πάτμο, αλλά και σε κάποια μικρότερα, όπως στους Φούρνους, τη Θύμαινα, τους Λειψούς, το Μαράθι, τους Αρκιούς και στο όμορφο Αγαθονήσι, που βρίσκεται πολύ κοντά στα θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία», εξηγεί.
Ο ορισμός της έκφρασης «ελληνική φιλοξενία»
Κάθε ένα από τα ταξίδια του, αποτέλεσε μία αξέχαστη εμπειρία, που όπως τονίζει, χαράχτηκε στο μυαλό και την καρδιά του και οφείλεται κυρίως στη συγκινητική φιλοξενία που δέχτηκε κυρίως σε μικρούς -άγνωστους για κάποιους και ξεχασμένους από πολλούς- προορισμούς. «Χωρίς να θέλω να αδικήσω την αγαπημένη μου Κρήτη, όπου συνάντησα αγνούς και ωραίους ανθρώπους, πιστεύω ότι στα μικρά νησιά βρίσκεις ανθρώπους πιο αυθεντικούς, που δεν τους έχει αλλάξει το τουριστικό κύμα και το κυνήγι του χρήματος. Ανθρώπους, που η μεγαλύτερη χαρά τους είναι απλώς να τους επισκεφθείς», λέει.
Αφηγείται ιστορίες από όλα όσα εισέπραξε στους προορισμούς αυτούς, συγκινείται και συγκινεί. Μιλά για το ταξίδι του στην Κέρκυρα, απ’ όπου επισκέφτηκε την Ερείκουσα, τους Ωθωνούς, αλλά δεν βόλευε το καράβι για το Μαθράκι, το τρίτο από τα Διαπόντια νησιά. Ρωτώντας τυχαία κάποιον στο λιμάνι του Αγίου Στεφάνου στη Βόρεια Κέρκυρα, του πρότεινε να τον πάει ο ίδιος με το ταχύπλοό του και επιπλέον να τον επιστρέψει στο τέλος τη μέρας. «Υπέθεσα ότι κάνει τη διαδρομή επ’ αμοιβή. Όταν ρώτησα τι χρωστάω μου είπε ότι τον προσβάλλω, γιατί του αρκεί που έρχομαι από τη Θεσσαλονίκη και θέλω να δω τον τόπο του», αναφέρει.
Όπως πληροφορήθηκε στη συνέχεια ο κ. Πολύζος, ο άνθρωπος αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης της μοναδικής τότε ταβέρνας του νησιού, στην οποία γευμάτισε με τη σύζυγό του, αφού προηγουμένως απόλαυσαν το μπάνιο τους στη θάλασσα.
«Στο διπλανό τραπέζι ήταν και μία νεαρή τουρίστρια από την Αγγλία, που καθόταν μόνη, έτρωγε …greek salad και διάβαζε ένα βιβλίο. Την προσκάλεσα να έρθει στην παρέα μας και με τη συζήτηση μας είπε πως τα τελευταία καλοκαίρια βασικός σταθμός της είναι το Μαθράκι, γιατί αγάπησε την ησυχία, το λιτό περιβάλλον, την απλότητα των ανθρώπων», λέει ο κ. Πολύζος τονίζοντας ότι αυτά ακριβώς είναι τα πλεονεκτήματα που διέκρινε κι ο ίδιος. Κι ενώ ολοκλήρωσαν το γεύμα τους και σε λίγες ώρες έπρεπε να αναχωρήσουν, αναρωτιόταν πώς θα κάνουν με γεμάτο στομάχι και τη θερμοκρασία στην υψηλότερη τιμή της ημέρας τη βόλτα τους για να ανακαλύψουν το νησί. Εκείνη τη στιγμή «προσγειώθηκαν» στο τραπέζι τα κλειδιά ενός μικρού μπλε αυτοκινήτου, του μοναδικού που ήταν έξω από την ταβέρνα και με χαμόγελο ο ιδιοκτήτης τους παρότρυνε να το πάρουν και να πάνε όπου θέλουν.
Αντίστοιχο περιστατικό του συνέβη στην προσπάθειά του να επισκεφθεί τον Καστό, ένα νησάκι κάτω από τη Λευκάδα, το οποίο έχει ακτοπλοϊκή σύνδεση ορισμένες μέρες της εβδομάδας με το λιμανάκι του Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας. «Ενώ κάναμε κράτηση για τρία βράδια σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο, χάσαμε το καραβάκι και τηλεφώνησα στην ιδιοκτήτρια να την ενημερώσω. Μου είπε να μη στεναχωριόμαστε και ότι θα στείλει το σύζυγό της να μας παραλάβει. Εκτός του ότι δεν μας πήρε χρήματα για τη μεταφορά με το καΐκι του, η σύζυγός του μας υποδέχτηκε με γλυκά, με πίτες, με αγκαλιές και με φιλιά…», θυμάται.
Καθώς σκέφτεται τον Καστό, ο κ. Πολύζος μελαγχολεί, γιατί κατά την παραμονή του είχε μάθει πως τότε, οι μόνιμοι κάτοικοι το χειμώνα ήταν μόνο δεκαεπτά, όλοι τους ηλικιωμένοι, οι οποίοι κάθε μέρα μαζεύονταν στο καφενείο και …μετριούνταν. «Αν συνειδητοποιούσαν ότι κάποιος λείπει, θα πήγαιναν στο σπίτι του να δουν αν έπαθε ή αν χρειάζεται κάτι», εξηγεί.
Μία άλλη ιστορία που του έρχεται στο νου είναι από την επίσκεψή του στα Τριζόνια, στο νησάκι που βρίσκεται μέσα στον Πατραϊκό – Κορινθιακό κόλπο, πολύ κοντά στη Γλυφάδα Φωκίδας, όπου πήγε μέσα σε λίγα λεπτά με ένα πλοιαράκι, με το οποίο και θα επέστρεφε το βράδυ. «Στο μεταξύ έπιασε φουρτούνα και εκδόθηκε απαγορευτικό για τα μικρά πλοία. Ο καπετάνιος, που είχε σπίτι στο νησί και με κάλεσε να μείνω, αρνήθηκε να τον πληρώσω και είπε ότι είναι χαρά του που θα περάσουμε τη μέρα μαζί, θα πιούμε τσίπουρο και θα φάμε χταποδάκι», αναφέρει.
Από το τελευταίο τους ταξίδι έχουν να θυμούνται την άφιξή τους στους Αρκιούς, όπου ρώτησαν στο ταβερνάκι στο οποίο θα έτρωγαν μετά την καθιερωμένη αναγνωριστική βόλτα αν υπάρχει κάποια τοπική γεύση δεν πρέπει να χάσουν, όπως για παράδειγμα μια ιδιαίτερη πίτα. «Ενώ δεν ήταν στο μενού, μέχρι να γυρίσουμε από τη θάλασσα η μαγείρισσα την είχε φτιάξει και φεύγοντας μας έδωσε κι άλλα τοπικά εδέσματα», λέει.
Θυμάται ακόμη ότι στο Παλιό Τρίκερι, ένα μικρό νησάκι στον Παγασητικό, ένας Αγιορείτης μοναχός που συνάντησαν, ο οποίος αναστήλωσε την επί πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένη μονή του νησιού, όταν έμαθε ότι θα ήθελαν να μείνουν ένα ακόμη βράδυ αλλά δεν υπήρχε διαθεσιμότητα στο κατάλυμα που ήδη διέμεναν, του πρότεινε να τον φιλοξενήσει μαζί με τη σύζυγό του σε ένα από τα κελιά.
«Ήταν παράξενο να μένει ένα ζευγάρι στο ίδιο μοναστηριακό κελί, το οποίο ήταν πανέμορφο, πολύ περιποιημένο και πεντακάθαρο από κυρίες που πήγαιναν εκεί θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο προσφέρουν στην Παναγία στην οποία είναι αφιερωμένη η μονή. Είχε δύο μονά χτιστά κρεβάτια, τα οποία χώριζε ένα τζάκι και ήταν στολισμένο με όμορφα χειροποίητα κεντήματα. Για τη συγκεκριμένη διανυκτέρευση δεν μας χρέωσαν κάτι, αφού οι επισκέπτες αν θέλουν, δίνουν ό,τι θέλουν», εξηγεί.
Μία από τις πιο έντονες εικόνες που ξεχωρίζει, ήταν σε μία βόλτα του στη χώρα της Ανάφης, ανατολικά της Σαντορίνης. «Όπως περπατούσα ανάμεσα στα φρέσκοασπρισμένα σπίτια, στα πλακόστρωτα που έχουν τις λευκές διαχωριστικές γραμμές κυκλαδίτικου στιλ, έξω από ένα σπίτι -στου οποίου τα σκαλοπάτια καθόταν ένας παππούς με ρυτιδιασμένο πρόσωπο και άσπρα μαλλιά, είχε μια γλάστρα με βασιλικό, τον οποίο χάιδεψα και αμέσως μετά έφερα το χέρι μου στη μύτη να τον οσμιστώ. Το άρωμα του βασιλικού αναμεμειγμένο με τη θαλάσσια αλμύρα και τον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο με μάγεψε και δεν μπόρεσα να αντισταθώ να περάσω και δεύτερη φορά το χέρι μου πάνω από αυτόν. Λίγα βήματα πιο πέρα, ακούω μια φωνή “γιε μου, γιε μου” και γυρνώντας να δω, ήταν ο παππούλης που σηκώθηκε να μου προσφέρει ένα ματσάκι βασιλικό που ετοίμασε εκείνη την ώρα, επειδή αντιλήφθηκε ότι μου άρεσε», αναφέρει με συγκίνηση.
«Η επίσκεψη σε μικρά νησιά είναι αναγνώριση προς τους κατοίκους»
Ο Γιώργος Πολύζος θεωρεί ότι πρέπει να δείξουμε την αγάπη και την εκτίμησή μας στους κατοίκους αυτών των νησιών, τα περισσότερα εκ των οποίων παλαιότερα είχαν μεγάλες δόξες. «Οι άνθρωποι αυτοί νοσταλγούν το παρελθόν, έχουν απογοήτευση από τις συνθήκες που επικρατούν στο παρόν και αγωνιούν για το μέλλον, διότι σκέφτονται ότι είναι μεγάλοι κι αν πάθουν κάτι… ποιος και πότε θα έρθει να τους πάρει και πού θα τους πάει…», υπογραμμίζει.
Ο ίδιος φροντίζει να κρατά δεσμούς με κάποιους από τους ανθρώπους που συνάντησε και συχνά, προτείνει να ανταποδώσει τη φιλοξενία είτε στη Θεσσαλονίκη, είτε στο πατρικό του στην Πιερία ή στο εξοχικό του στη Χαλκιδική. Επόμενος στόχος του είναι να επισκεφθεί όλες τις τεχνητές λίμνες της Ελλάδας και να ολοκληρώσει τις επισκέψεις του σε κράτη της Ευρώπης που έχουν πληθυσμό κάτω του ενός εκατομμυρίου.
cnn.gr