Ανακοίνωση αναφορικά με τη χθεσινή συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης αναφορικά με την καθαριότητα, εξέδωσε η δημοτική παράταξη "Μένουμε Θεσσαλονίκη".
Αναλυτικά η σχετική ανακοίνωση:
Παρακολουθήσαμε χθες την συζήτηση που έγινε στο δημοτικό συμβούλιο για την καθαριότητα. Αυτό που μας έκανε εντύπωση, και το αντιληφθήκαμε μόλις χθες καθώς ακούγαμε την εισήγηση του εντεταλμένου δημοτικού συμβούλου, είναι το πόσο έχουν συνειδητοποιήσει αυτοί που διαχειρίζονται τα απορρίμματα την ουσιαστική σημασία της ανακύκλωσης.
Η συζήτηση εξ αρχής προσανατολίζεται σε λάθος κατευθύνσεις: Οι ευρωπαϊκοί στόχοι, η οικολογία ως αυταξία, οι πολιτισμένοι βόρειοι και οι βρωμιάρηδες του νότου• είναι σαν η ανακύκλωση ν’ αποτελεί μια πολιτική αναγκαιότητα, στην οποία αισθάνονται όλοι υποχρεωμένοι ν’ αναφέρονται, δίχως στην πραγματικότητα να πολυκαταλαβαίνουν γιατί. Αξίζει να δει κανείς την διαφήμιση του «Ανακύκλωπα» που έχει κάνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, με τον Σταρόβα, και (ποιον άλλον;) τον Μπουτάρη, για να καταλάβει κανείς ακριβώς ποιο είναι το επίπεδο της οικολογικής αντίληψης που διακατέχει τους ιθύνοντές του.
Το αποτέλεσμα είναι να μην καταλαβαίνουν ούτε κι οι ακροατές, κι ευρύτερα, οι πολίτες και η πόλη, με συνέπεια από ένα σημείο κι έπειτα να προκύπτει έλλειμμα ανταπόκρισης στις σχετικές εκστρατείες του Δήμου, κι έτσι να παραμένουν στάσιμα τα σχετικά ποσοστά της επί του συνόλου ανακύκλωσης από ένα σημείο κι έπειτα, με τις πρακτικές αυτές να μην μπορούν να διαχυθούν σε κοινωνικά ακροατήρια πέραν εκείνων που ούτως ή άλλως διακατέχονται από μια οικολογική ευαισθησία ηθικολογικού τύπου.
Το επίδικο, όμως, της ανακύκλωσης δεν είναι ιδεαλιστικού αλλά ρεαλιστικού τύπου: Έχει να κάνει με το να πάψει να βλέπει κανείς τα σκουπίδια ως απορρίμματα, και να συνειδητοποιήσει ότι ένα μεγάλο κομμάτι τους μπορεί να καταστεί «πρώτη ύλη», που κρύβει μέσα του μια σημαντική οικονομική αξία, η οποία μάλιστα πολλαπλασιάζεται αν αυτή η πρώτη ύλη υποστεί μια κάποια επεξεργασία.
Οι Δήμοι ως οι κατ’ εξοχήν φορείς που είναι αρμόδιοι για την καθαριότητα των πόλεων, έχουν προνομιακή πρόσβαση σε αυτήν την πρώτη ύλη και δυνητικά θα μπορούσαν να αναπτύξουν αρκετές δραστηριότητες (από την μεταποίηση ανακυκλώσιμου χαρτιού, πλαστικού και μετάλλων μέχρι τα ελαιοαπόβλητα και την κομποστοποίηση), οι οποίες και το κόστος μειώνουν και έσοδα είναι σε θέση να φέρουν, ώστε να αυτοχρηματοδοτείται κι ένα κομμάτι των υπηρεσιών καθαριότητας. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, παύει να πέφτει όλο το βάρος της χρηματοδότησης στους πολίτες, που καταβάλλουν υπέρογκα δημοτικά τέλη. Ταυτισμένη με την εξοικονόμηση, η οικολογική ωφέλεια παύει να ‘ναι αφηρημένη, καθίσταται έμπρακτη, κι έτσι αγκαλιάζεται και από ευρύτερα στρώματα των τοπικών κοινωνιών.
Ωστόσο στην Ελλάδα, το πολιτικό προσωπικό της αυτοδιοίκησης είναι μαθημένο ν’ αντιμετωπίζει τους Δήμους ως πελατειακούς κι όχι ως αναπτυξιακούς φορείς, γι’ αυτό και οι περισσότεροι από τους οργανισμούς δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα που απαιτείται, ώστε να παραχθεί η προστιθέμενη αξία της ανακύκλωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η λειτουργία της αντιστρέφεται, να προσθέτει αντί ν’ αφαιρεί κόστος στους προϋπολογισμούς, και πολύ συχνά οι Δήμοι να καταντούν απλώς οι «κουβαλητές» των ανακυκλώσιμων υλών στους διάφορους ιδιώτες επιχειρηματίες που την μεταποιούν εντός κι εκτός της χώρας. Οι διάφορες συμπράξεις, όμως, δημόσιου – ιδιωτικού έτσι χάνουν την ωφέλειά τους, γιατί καθίστανται ετεροβαρείς, με τους Δήμους ν’ αναλαμβάνουν την «κοστοβόρα λάντζα» και τους ιδιώτες το πιο κερδοφόρο κομμάτι των δραστηριοτήτων.
Το δεύτερο στοιχείο που απουσιάζει από αυτήν την «ιδεαλιστική προσέγγιση» της ανακύκλωσης, είναι η απουσία ενός συνεκτικού λόγου πάνω στην αναγκαιότητά της, όχι σε αυτήν την διάσταση που θίξαμε, της εξοικονόμησης, αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με την υγεία μας: Ανακυκλώνουμε, επαναχρησιμοποιούμε και μειώνουμε τον όγκο των απορριμμάτων που παράγουμε οι ίδιοι, όχι για να γίνουμε «Ευρωπαίοι» ή γιατί το λέει το πράσινο ιερατείο των οικολογικών ΜΚΟ, αλλά για να πάψουμε να τρώμε μικροπλαστικά, τα οποία πλέον έχουν διεισδύσει σε κάθε κρίκο της διατροφικής αλυσίδας.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου παράξενο που στη χτεσινή συζήτηση για το πρόβλημα των σκουπιδιών, αυτές οι δύο πολύ σημαντικές διαστάσεις απουσίαζαν, κι η συζήτηση, με ευθύνη του αρμόδιου αντιδημάρχου, αναλώθηκε σε προσωπικές επιθέσεις. Με τέτοιες όμως νοοτροπίες, ας μην απορούμε που το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων εξελίσσεται στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της πόλης…
Αναλυτικά η σχετική ανακοίνωση:
Παρακολουθήσαμε χθες την συζήτηση που έγινε στο δημοτικό συμβούλιο για την καθαριότητα. Αυτό που μας έκανε εντύπωση, και το αντιληφθήκαμε μόλις χθες καθώς ακούγαμε την εισήγηση του εντεταλμένου δημοτικού συμβούλου, είναι το πόσο έχουν συνειδητοποιήσει αυτοί που διαχειρίζονται τα απορρίμματα την ουσιαστική σημασία της ανακύκλωσης.
Η συζήτηση εξ αρχής προσανατολίζεται σε λάθος κατευθύνσεις: Οι ευρωπαϊκοί στόχοι, η οικολογία ως αυταξία, οι πολιτισμένοι βόρειοι και οι βρωμιάρηδες του νότου• είναι σαν η ανακύκλωση ν’ αποτελεί μια πολιτική αναγκαιότητα, στην οποία αισθάνονται όλοι υποχρεωμένοι ν’ αναφέρονται, δίχως στην πραγματικότητα να πολυκαταλαβαίνουν γιατί. Αξίζει να δει κανείς την διαφήμιση του «Ανακύκλωπα» που έχει κάνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, με τον Σταρόβα, και (ποιον άλλον;) τον Μπουτάρη, για να καταλάβει κανείς ακριβώς ποιο είναι το επίπεδο της οικολογικής αντίληψης που διακατέχει τους ιθύνοντές του.
Το αποτέλεσμα είναι να μην καταλαβαίνουν ούτε κι οι ακροατές, κι ευρύτερα, οι πολίτες και η πόλη, με συνέπεια από ένα σημείο κι έπειτα να προκύπτει έλλειμμα ανταπόκρισης στις σχετικές εκστρατείες του Δήμου, κι έτσι να παραμένουν στάσιμα τα σχετικά ποσοστά της επί του συνόλου ανακύκλωσης από ένα σημείο κι έπειτα, με τις πρακτικές αυτές να μην μπορούν να διαχυθούν σε κοινωνικά ακροατήρια πέραν εκείνων που ούτως ή άλλως διακατέχονται από μια οικολογική ευαισθησία ηθικολογικού τύπου.
Το επίδικο, όμως, της ανακύκλωσης δεν είναι ιδεαλιστικού αλλά ρεαλιστικού τύπου: Έχει να κάνει με το να πάψει να βλέπει κανείς τα σκουπίδια ως απορρίμματα, και να συνειδητοποιήσει ότι ένα μεγάλο κομμάτι τους μπορεί να καταστεί «πρώτη ύλη», που κρύβει μέσα του μια σημαντική οικονομική αξία, η οποία μάλιστα πολλαπλασιάζεται αν αυτή η πρώτη ύλη υποστεί μια κάποια επεξεργασία.
Οι Δήμοι ως οι κατ’ εξοχήν φορείς που είναι αρμόδιοι για την καθαριότητα των πόλεων, έχουν προνομιακή πρόσβαση σε αυτήν την πρώτη ύλη και δυνητικά θα μπορούσαν να αναπτύξουν αρκετές δραστηριότητες (από την μεταποίηση ανακυκλώσιμου χαρτιού, πλαστικού και μετάλλων μέχρι τα ελαιοαπόβλητα και την κομποστοποίηση), οι οποίες και το κόστος μειώνουν και έσοδα είναι σε θέση να φέρουν, ώστε να αυτοχρηματοδοτείται κι ένα κομμάτι των υπηρεσιών καθαριότητας. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, παύει να πέφτει όλο το βάρος της χρηματοδότησης στους πολίτες, που καταβάλλουν υπέρογκα δημοτικά τέλη. Ταυτισμένη με την εξοικονόμηση, η οικολογική ωφέλεια παύει να ‘ναι αφηρημένη, καθίσταται έμπρακτη, κι έτσι αγκαλιάζεται και από ευρύτερα στρώματα των τοπικών κοινωνιών.
Ωστόσο στην Ελλάδα, το πολιτικό προσωπικό της αυτοδιοίκησης είναι μαθημένο ν’ αντιμετωπίζει τους Δήμους ως πελατειακούς κι όχι ως αναπτυξιακούς φορείς, γι’ αυτό και οι περισσότεροι από τους οργανισμούς δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα που απαιτείται, ώστε να παραχθεί η προστιθέμενη αξία της ανακύκλωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η λειτουργία της αντιστρέφεται, να προσθέτει αντί ν’ αφαιρεί κόστος στους προϋπολογισμούς, και πολύ συχνά οι Δήμοι να καταντούν απλώς οι «κουβαλητές» των ανακυκλώσιμων υλών στους διάφορους ιδιώτες επιχειρηματίες που την μεταποιούν εντός κι εκτός της χώρας. Οι διάφορες συμπράξεις, όμως, δημόσιου – ιδιωτικού έτσι χάνουν την ωφέλειά τους, γιατί καθίστανται ετεροβαρείς, με τους Δήμους ν’ αναλαμβάνουν την «κοστοβόρα λάντζα» και τους ιδιώτες το πιο κερδοφόρο κομμάτι των δραστηριοτήτων.
Το δεύτερο στοιχείο που απουσιάζει από αυτήν την «ιδεαλιστική προσέγγιση» της ανακύκλωσης, είναι η απουσία ενός συνεκτικού λόγου πάνω στην αναγκαιότητά της, όχι σε αυτήν την διάσταση που θίξαμε, της εξοικονόμησης, αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με την υγεία μας: Ανακυκλώνουμε, επαναχρησιμοποιούμε και μειώνουμε τον όγκο των απορριμμάτων που παράγουμε οι ίδιοι, όχι για να γίνουμε «Ευρωπαίοι» ή γιατί το λέει το πράσινο ιερατείο των οικολογικών ΜΚΟ, αλλά για να πάψουμε να τρώμε μικροπλαστικά, τα οποία πλέον έχουν διεισδύσει σε κάθε κρίκο της διατροφικής αλυσίδας.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου παράξενο που στη χτεσινή συζήτηση για το πρόβλημα των σκουπιδιών, αυτές οι δύο πολύ σημαντικές διαστάσεις απουσίαζαν, κι η συζήτηση, με ευθύνη του αρμόδιου αντιδημάρχου, αναλώθηκε σε προσωπικές επιθέσεις. Με τέτοιες όμως νοοτροπίες, ας μην απορούμε που το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων εξελίσσεται στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της πόλης…