Στη μικρή φλαμανδική πόλη Γκέελ (Geel), κοντά στην Αμβέρσα, δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Ντίμφνα (Dymphna). Σύμφωνα με τον θρύλο, η Ντίμφνα, η οποία έζησε τον 7ο μ.Χ. αιώνα, ήταν ιρλανδή πριγκίπισσα. Οταν η χριστιανή....
μητέρα της πέθανε και ο ειδωλολάτρης πατέρας της θέλησε να την παντρευτεί, η Ντίμφνα το έσκασε από το παλάτι και με τη βοήθεια έμπιστων υπηκόων της έφτασε στην Γκέελ. Χρειάστηκαν μόνο μερικοί μήνες για να την ανακαλύψει όμως ο πατέρας της, ο οποίος σε μια έκρηξη τρέλας τράβηξε το σπαθί του και την αποκεφάλισε! Η Ντίμφνα, που στο μικρό διάστημα που έζησε στην Γκέελ πρόλαβε να συνδράμει αρρώστους και κατατρεγμένους, ανακηρύχθηκε προστάτιδα των ατόμων με ψυχικές διαταραχές. Στον βωμό της έφταναν για προσκύνημα ασθενείς από όλη την Ευρώπη.
Ετσι, κάπου στον 13ο αιώνα άρχισε, με τον πλέον φυσικό τρόπο, ίσως το μεγαλύτερο πείραμα απο-ασυλοποίησης των ατόμων με ψυχικές διαταραχές: οι κάτοικοι της Γκέελ άρχισαν να δέχονται στα σπίτια τους τους ασθενείς ως μέλη της οικογένειάς τους. Οι ασθενείς βοηθούσαν στα χωράφια και στα ζώα και έτσι ενσωματώνονταν στις οικογένειες αλλά και στη ζωή της πόλης.
Η παράδοση αυτή, η οποία κρατά μέχρι τις μέρες μας, κατέστησε την Γκέελ διάσημη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τους βιογράφους του μεγάλου ζωγράφου, ο πατέρας του Βαν Γκογκ σκεφτόταν να στείλει τον γιο του στην Γκέελ όταν εκείνος άρχισε να εκδηλώνει συμπτώματα ψυχικής ανισορροπίας. Βεβαίως, η παράδοση αυτή που κρατά για περισσότερο από 7 αιώνες εξελίχθηκε παράλληλα με τις εποχές. Το χτίσιμο ενός εξειδικευμένου νοσοκομείου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά και η ενίσχυσή του με την έλευση όλων των απαιτούμενων ειδικοτήτων κατά τον 20ό αιώνα έδωσαν στους κατοίκους που προθυμοποιούνται να υιοθετήσουν έναν ασθενή την υποστήριξη που χρειάζονται. Και βεβαίως, άλλαξε και ο τρόπος ενσωμάτωσης των ασθενών: σήμερα οι περισσότεροι εργάζονται σε γραφεία και καταστήματα ή προσέχουν τους ηλικιωμένους συγγενείς ή/και τα παιδιά των οικογενειών στις οποίες φιλοξενούνται.
Περιττό να πούμε ότι η Γκέελ έγινε αντικείμενο ανθρωπολογικών μελετών. Μεταξύ αυτών που την επισκέφθηκαν για να βιώσουν το κλίμα που επικρατεί εκεί ήταν και ο διάσημος νευρολόγος και συγγραφέας Ολιβερ Σακς (Oliver Sacks), ο οποίος σε σχετικό άρθρο του σημειώνει δύο πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία: πρώτον, ότι περιδιαβαίνοντας στην πόλη δεν μπορούσε αυτός ο ειδικός γιατρός να ξεχωρίσει τους ασθενείς από τους υγιείς και, δεύτερον, ότι σε αυτή τη μικρή πόλη το στίγμα που συχνά συνοδεύει τις ψυχικές νόσους ήταν ανύπαρκτο. Ακολουθώντας το παράδειγμα παππούδων και προπαππούδων, οι κάτοικοι της Γκέελ βρίσκουν απολύτως φυσική την ενσωμάτωση στην οικογένειά τους ενός ατόμου με ψυχική νόσο και αυτή η αποδοχή και ενσωμάτωση, σε συνδυασμό με την ιατρική υποστήριξη, φαίνεται πως λειτουργεί θεραπευτικά για τη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών.
μητέρα της πέθανε και ο ειδωλολάτρης πατέρας της θέλησε να την παντρευτεί, η Ντίμφνα το έσκασε από το παλάτι και με τη βοήθεια έμπιστων υπηκόων της έφτασε στην Γκέελ. Χρειάστηκαν μόνο μερικοί μήνες για να την ανακαλύψει όμως ο πατέρας της, ο οποίος σε μια έκρηξη τρέλας τράβηξε το σπαθί του και την αποκεφάλισε! Η Ντίμφνα, που στο μικρό διάστημα που έζησε στην Γκέελ πρόλαβε να συνδράμει αρρώστους και κατατρεγμένους, ανακηρύχθηκε προστάτιδα των ατόμων με ψυχικές διαταραχές. Στον βωμό της έφταναν για προσκύνημα ασθενείς από όλη την Ευρώπη.
Ετσι, κάπου στον 13ο αιώνα άρχισε, με τον πλέον φυσικό τρόπο, ίσως το μεγαλύτερο πείραμα απο-ασυλοποίησης των ατόμων με ψυχικές διαταραχές: οι κάτοικοι της Γκέελ άρχισαν να δέχονται στα σπίτια τους τους ασθενείς ως μέλη της οικογένειάς τους. Οι ασθενείς βοηθούσαν στα χωράφια και στα ζώα και έτσι ενσωματώνονταν στις οικογένειες αλλά και στη ζωή της πόλης.
Η παράδοση αυτή, η οποία κρατά μέχρι τις μέρες μας, κατέστησε την Γκέελ διάσημη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τους βιογράφους του μεγάλου ζωγράφου, ο πατέρας του Βαν Γκογκ σκεφτόταν να στείλει τον γιο του στην Γκέελ όταν εκείνος άρχισε να εκδηλώνει συμπτώματα ψυχικής ανισορροπίας. Βεβαίως, η παράδοση αυτή που κρατά για περισσότερο από 7 αιώνες εξελίχθηκε παράλληλα με τις εποχές. Το χτίσιμο ενός εξειδικευμένου νοσοκομείου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά και η ενίσχυσή του με την έλευση όλων των απαιτούμενων ειδικοτήτων κατά τον 20ό αιώνα έδωσαν στους κατοίκους που προθυμοποιούνται να υιοθετήσουν έναν ασθενή την υποστήριξη που χρειάζονται. Και βεβαίως, άλλαξε και ο τρόπος ενσωμάτωσης των ασθενών: σήμερα οι περισσότεροι εργάζονται σε γραφεία και καταστήματα ή προσέχουν τους ηλικιωμένους συγγενείς ή/και τα παιδιά των οικογενειών στις οποίες φιλοξενούνται.
Περιττό να πούμε ότι η Γκέελ έγινε αντικείμενο ανθρωπολογικών μελετών. Μεταξύ αυτών που την επισκέφθηκαν για να βιώσουν το κλίμα που επικρατεί εκεί ήταν και ο διάσημος νευρολόγος και συγγραφέας Ολιβερ Σακς (Oliver Sacks), ο οποίος σε σχετικό άρθρο του σημειώνει δύο πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία: πρώτον, ότι περιδιαβαίνοντας στην πόλη δεν μπορούσε αυτός ο ειδικός γιατρός να ξεχωρίσει τους ασθενείς από τους υγιείς και, δεύτερον, ότι σε αυτή τη μικρή πόλη το στίγμα που συχνά συνοδεύει τις ψυχικές νόσους ήταν ανύπαρκτο. Ακολουθώντας το παράδειγμα παππούδων και προπαππούδων, οι κάτοικοι της Γκέελ βρίσκουν απολύτως φυσική την ενσωμάτωση στην οικογένειά τους ενός ατόμου με ψυχική νόσο και αυτή η αποδοχή και ενσωμάτωση, σε συνδυασμό με την ιατρική υποστήριξη, φαίνεται πως λειτουργεί θεραπευτικά για τη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών.